- αἰγειροφόρος
- αἰγειροφόροςpoplar-bearingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιγειροφόρος — αἰγειροφόρος, ον (Α) 1. τόπος όπου φυτρώνουν αίγειροι* 2. ονομασία τής Βοιωτίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴγειρος + φόρος < φέρω] … Dictionary of Greek